Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
arrestation arrestations

arrestation (fr) θηλυκό

la police a procédé à son arrestation : η αστυνομία τον συνέλαβε

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία