Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ʁɛ.te/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
arrêté arrêtés

arrêté (fr) αρσενικό