sangoglobeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sangoglobeto | sangoglobetoj |
αιτιατική | sangoglobeton | sangoglobetojn |
sangoglobeto (eo)
- το αιμοσφαίριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sangoglobeto | sangoglobetoj |
αιτιατική | sangoglobeton | sangoglobetojn |
sangoglobeto (eo)