sandviĉo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sandviĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sandviĉo | sandviĉoj |
αιτιατική | sandviĉon | sandviĉojn |
sandviĉo (eo)
- το σάντουιτς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sandviĉo | sandviĉoj |
αιτιατική | sandviĉon | sandviĉojn |
sandviĉo (eo)