salvio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- salvio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salvio | salvioj |
αιτιατική | salvion | salviojn |
salvio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salvio | salvioj |
αιτιατική | salvion | salviojn |
salvio (eo)