salpetro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- salpetro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salpetro | salpetroj |
αιτιατική | salpetron | salpetrojn |
salpetro (eo)
- το νίτρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salpetro | salpetroj |
αιτιατική | salpetron | salpetrojn |
salpetro (eo)