safiro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | safiro | safiroj |
αιτιατική | safiron | safirojn |
safiro (eo)
- (ορυκτολογία) το ζαφείρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | safiro | safiroj |
αιτιατική | safiron | safirojn |
safiro (eo)