sadismo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sadismo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sadismo | sadismoj |
αιτιατική | sadismon | sadismojn |
sadismo (eo)
- ο σαδισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sadismo | sadismoj |
αιτιατική | sadismon | sadismojn |
sadismo (eo)