Ετυμολογία

επεξεργασία
sıfat-fiil < sıfat ("επίθετο") + fiil ("ρήμα").

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɯˈfɑt fiˈil/
τυπογραφικός συλλαβισμός: sı‐fat‐fi‐il

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sıfat-fiil (tr)

  • (γραμματική) Λέξη μονάδα που προέρχεται από ρήμα (με επιθήματα "-acak", "-an", "-ası", "-dık", "-maz", "-mış" και "-r") και χρησιμοποιείται ως επίθετο
     συνώνυμα: ortaç
    ⮡  Niko'nun evleneceği kadın
    η γυναίκα που θα παντρευτεί ο Νίκος
    ⮡  ağlayan gözler
    μάτια που κλαίνε
    ⮡  gördüğüm adam
    ο άνθρωπος που είδα
    ⮡  gelişmiş ülkeler
    ανεπτυγμένες χώρες

Δείτε επίσης

επεξεργασία