séance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
séance | séances |
séance (fr) θηλυκό
- η συνεδρία, η συνεδρίαση
- η παράσταση
- la séance commence à vingt heures, le film vingt minutes plus tard
- η παράσταση αρχίζει στις οχτώ το βράδυ, το έργο αρχίζει είκοσι λεπτά αργότερα (δηλαδή τα φώτα σβήνουν κι αρχίζουν διαφημίσεις και διάφορες πληροφορίες)
- η περίοδος εργασίας
- une séance dure cinquante minutes - μια περίοδος εργασίας διαρκεί πενήντα λεπτά