Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
séance séances

séance (fr) θηλυκό

  1. η συνεδρία, η συνεδρίαση
  2. η παράσταση
    la séance commence à vingt heures, le film vingt minutes plus tard
    η παράσταση αρχίζει στις οχτώ το βράδυ, το έργο αρχίζει είκοσι λεπτά αργότερα (δηλαδή τα φώτα σβήνουν κι αρχίζουν διαφημίσεις και διάφορες πληροφορίες)
  3. η περίοδος εργασίας
    une séance dure cinquante minutes - μια περίοδος εργασίας διαρκεί πενήντα λεπτά