Ετυμολογία

επεξεργασία
s'embarrasser < embarrasser

s'embarrasser (fr)

  1. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, παιδεύομαι
  2. ανησυχώ
     συνώνυμα: s'inquiéter, se préoccuper
  3. παγιδεύομαι
    il s'est embarrassé tout seul dans ses mensonges - παγιδεύτηκε μόνος του με τα ψέματά του
     συνώνυμα: s'embrouiller, (οικείο) s'emmêler les pinceaux

Συγγενικά

επεξεργασία