rutino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rutino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rutino | rutinoj |
αιτιατική | rutinon | rutinojn |
rutino (eo)
- η ρουτίνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rutino | rutinoj |
αιτιατική | rutinon | rutinojn |
rutino (eo)