rutenio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rutenio | rutenioj |
αιτιατική | rutenion | ruteniojn |
rutenio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rutenio | rutenioj |
αιτιατική | rutenion | ruteniojn |
rutenio (eo)