rulsketilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rulsketilo | rulsketiloj |
αιτιατική | rulsketilon | rulsketilojn |
rulsketilo (eo)
- το πατίνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rulsketilo | rulsketiloj |
αιτιατική | rulsketilon | rulsketilojn |
rulsketilo (eo)