ruisselant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ruisselant < ruisseler
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ruisselant | ruisselants |
θηλυκό | ruisselante | ruisselantes |
ruisselant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ruisselant | ruisselants |
θηλυκό | ruisselante | ruisselantes |
ruisselant (fr)