Ετυμολογία

επεξεργασία
rouleau compresseur < rouleau + compresseur

  Έκφραση

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
rouleau compresseur rouleaux compresseurs

rouleau compresseur (fr) αρσενικό

  1. ο οδοστρωτήρας
  2. (μεταφορικά) κάτι που ισοπεδώνει, καταστρέφει οτιδήποτε βρίσκεται στο πέρασμά του