rouleau compresseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rouleau compresseur < rouleau + compresseur
Έκφραση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
rouleau compresseur | rouleaux compresseurs |
rouleau compresseur (fr) αρσενικό
- ο οδοστρωτήρας
- (μεταφορικά) κάτι που ισοπεδώνει, καταστρέφει οτιδήποτε βρίσκεται στο πέρασμά του