rougi
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rougi < rougir
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rougi | rougis |
θηλυκό | rougie | rougies |
rougi (fr)
- κοκκινισμένος
- (για νερό) αναμιγμένος με λίγο κρασί
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rougi | rougis |
θηλυκό | rougie | rougies |
rougi (fr)