ενικός         πληθυντικός  
rotation rotations

Ετυμολογία

επεξεργασία
rotation < rotate + -ion

Ουσιαστικό

επεξεργασία

rotation (en)

  1. η περιστροφή
    παράδειγμα  the rotation of the earth on its axis - η περιστροφή της γης τον άξονά της
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη revolution
  2. η περιτροπή



Ουσιαστικό

επεξεργασία

rotation (fr) θηλυκό