rosiériste
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rosiériste | rosiéristes |
rosiériste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κηπουρός ειδικευμένος στην καλλιέργεια τριαντάφυλλων
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rosiériste | rosiéristes |
rosiériste (fr) αρσενικό ή θηλυκό