ronchon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ronchon | ronchons |
θηλυκό | ronchonne | ronchonnes |
Επίθετο επεξεργασία
ronchon (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ronchonner
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ronchon | ronchons |
θηλυκό | ronchonne | ronchonnes |
ronchon (fr)