grognon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grognon | grognons |
θηλυκό | grognonne | grognonnes |
Επίθετο
επεξεργασίαgrognon (fr)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη grogner
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grognon | grognons |
θηλυκό | grognonne | grognonnes |
grognon (fr)