bougon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bougon | bougons |
θηλυκό | bougonne | bougonnes |
Επίθετο
επεξεργασίαbougon (fr)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη bougonner
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bougon | bougons |
θηλυκό | bougonne | bougonnes |
bougon (fr)