Ετυμολογία

επεξεργασία
rompere < λατινική rumpěre

rompere (it)

  1. σπάζω έρχομαι σε ρήξη με κάποιον, με το παρελθόν
  2. το σπάζω μέχρι να το καταστήσω άχρηστο