Ετυμολογία

επεξεργασία
rogo < λατινική rogus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
rogo rogi

rogo (it)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
rogo < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈro.ɡoː/

rogo (la) (rogō1, rogāvī, rogātum, rogāre)

  1. παρακαλώ
  2. ρωτώ