rodo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rodo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rodo | rodoj |
αιτιατική | rodon | rodojn |
rodo (eo)
- (ναυτικός όρος) το αγκυροβόλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rodo | rodoj |
αιτιατική | rodon | rodojn |
rodo (eo)