riverbed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
riverbed | riverbeds |
Ετυμολογία
επεξεργασία- riverbed < river + bed. Συγκρίνετε με την ολλανδική rivierbedding (κοίτη ποταμού), τη γερμανική Flussbett (κοίτη ποταμού), τη σουηδική flodbädd (κοίτη ποταμού)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈrɪv.ə.bed/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : riv‐er‐bed
Ουσιαστικό
επεξεργασίαriverbed (en)