rimedo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rimedo | rimedoj |
αιτιατική | rimedon | rimedojn |
rimedo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rimedo | rimedoj |
αιτιατική | rimedon | rimedojn |
rimedo (eo)