rezisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rezisto | rezistoj |
αιτιατική | reziston | rezistojn |
rezisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rezisto | rezistoj |
αιτιατική | reziston | rezistojn |
rezisto (eo)