revo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | revo | revoj |
αιτιατική | revon | revojn |
revo (eo)
- το όνειρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | revo | revoj |
αιτιατική | revon | revojn |
revo (eo)