revival
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrevival (en)
- η αναβίωση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- revival < (άμεσο δάνειο) αγγλική revival
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrevival (fr) αρσενικό
revival (en)
revival (fr) αρσενικό