resonado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | resonado | resonadoj |
αιτιατική | resonadon | resonadojn |
resonado (eo)
- η αντήχηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | resonado | resonadoj |
αιτιατική | resonadon | resonadojn |
resonado (eo)