residential
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | residential |
συγκριτικός | more residential |
υπερθετικός | most residential |
Επίθετο
επεξεργασίαresidential (en)
- οικιστικός, για μια περιοχή μιας πόλης που είναι κατάλληλη για διαμονή· που αποτελείται από σπίτια και όχι από εργοστάσια ή γραφεία
- ⮡ a residential unit - οικιστική μονάδα
- ⮡ The new measures are related to the residential upgrades in the area.
- Τα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής.