reprezentanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- reprezentanto < reprezent- + -ant- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reprezentanto | reprezentantoj |
αιτιατική | reprezentanton | reprezentantojn |
reprezentanto (eo)
- ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωπος