Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁə.pu.swaʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

repoussoir (fr) αρσενικό

      ενικός         πληθυντικός  
repoussoir repoussoirs
  1. το άσχημο άτομο με αποκρουστικό ντύσιμο
  2. (ζωγραφική) το ρεπουσουάρ

Συγγενικά

επεξεργασία