repoussoir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʁə.pu.swaʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrepoussoir (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
repoussoir | repoussoirs |
- το άσχημο άτομο με αποκρουστικό ντύσιμο
- (ζωγραφική) το ρεπουσουάρ
repoussoir (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
repoussoir | repoussoirs |