repertuaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | repertuaro | repertuaroj |
αιτιατική | repertuaron | repertuarojn |
repertuaro (eo)
- (μουσική) το ρεπερτόριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | repertuaro | repertuaroj |
αιτιατική | repertuaron | repertuarojn |
repertuaro (eo)