rentumo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rentumo | rentumoj |
αιτιατική | rentumon | rentumojn |
rentumo (eo)
- ο τόκος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rentumo | rentumoj |
αιτιατική | rentumon | rentumojn |
rentumo (eo)