rendevuo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rendevuo < γαλλική rendez-vous (ραντεβού)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rendevuo | rendevuoj |
αιτιατική | rendevuon | rendevuojn |
rendevuo (eo)
- το ραντεβού
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rendevuo | rendevuoj |
αιτιατική | rendevuon | rendevuojn |
rendevuo (eo)