remuant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- remuant < remuer
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | remuant | remuants |
θηλυκό | remuante | remuantes |
remuant (fr)
- που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, ταραγμένος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | remuant | remuants |
θηλυκό | remuante | remuantes |
remuant (fr)