relokado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | relokado | relokadoj |
αιτιατική | relokadon | relokadojn |
relokado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | relokado | relokadoj |
αιτιατική | relokadon | relokadojn |
relokado (eo)