rekruto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rekruto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekruto | rekrutoj |
αιτιατική | rekruton | rekrutojn |
rekruto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekruto | rekrutoj |
αιτιατική | rekruton | rekrutojn |
rekruto (eo)