ενικός         πληθυντικός  
reed reeds

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reed (en)

  1. το καλάμι, η καλαμιά
  2. το καλάμι, ο κοίλος ξυλώδης βλαστός της καλαμιάς
  3. το γλωσσίδι που όταν το φυσάμε παράγει τον ήχο σε πνευστά μουσικά όργανα όπως το όμποε
  4. ένα μουσικό όργανο όπως το όμποε που έχει ένα τέτοιο γλωσσίδι