ενικός         πληθυντικός  
redondance redondances

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

redondance (fr) θηλυκό

  1. η περιττολογία
     συνώνυμα: rabâchage, superfluité, verbiage
  2. ο πλεονασμός
     συνώνυμα: pléonasme, redite, répétition

Αντώνυμα

επεξεργασία