Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʁa.bɑ.ʃaːʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rabâchage rabâchages

rabâchage (fr) αρσενικό