ενικός         πληθυντικός  
red flag red flags

  Ετυμολογία

επεξεργασία
red flag < red (κόκκινος) & flag (σημαία)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

red flag (en)

  • red flag - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)