Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός red-handed
συγκριτικός more red-handed
υπερθετικός most red-handed

  Ετυμολογία επεξεργασία

red-handed < red + handed

  Επίθετο επεξεργασία

red-handed (en)

  • επ' αυτοφώρω, κατά τη στιγμή της πράξης
    The police caught a person red-handed trying to break in.
    Η αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη.

  Πηγές επεξεργασία