reconstituant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | reconstituant | reconstituants |
θηλυκό | reconstituante | reconstituantes |
Επίθετο
επεξεργασίαreconstituant (fr)
- που ανασυνθέτει
- που ανασυγκροτεί
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | reconstituant | reconstituants |
θηλυκό | reconstituante | reconstituantes |
reconstituant (fr)