realistically
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | realistically |
συγκριτικός | more realistically |
υπερθετικός | most realistically |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαrealistically (en)
- ρεαλιστικά
- ⮡ Realistically, we cannot finish the project within a week.
- Ρεαλιστικά, δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε το έργο μέσα σε μία εβδομάδα.
- ⮡ We need to think realistically to find a solution.
- Πρέπει να σκεφτούμε ρεαλιστικά για να βρούμε μια λύση.
- ⮡ If you look at it realistically, the odds are against us.
- Αν το δεις ρεαλιστικά, οι πιθανότητες είναι εναντίον μας.
- ⮡ Realistically, we cannot finish the project within a week.