Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
readership readerships

  Ετυμολογία επεξεργασία

readership < reader + -ship

  Ουσιαστικό επεξεργασία

readership (en)

  • (συνήθως ενικός) το αναγνωστικό κοινό, ο αριθμός ή ο τύπος των ατόμων που διαβάζουν μια συγκεκριμένη εφημερίδα, περιοδικό κτλ.
    a newspaper/magazine with a large readership - εφημερίδα/περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό

  Πηγές επεξεργασία