ενικός         πληθυντικός  
raw material raw materials

  Ετυμολογία

επεξεργασία
raw material < → δείτε τις λέξεις raw και material

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

raw material (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η πρώτη ύλη
    ⮡  Cast iron is the raw material for manufacturing steel.
    Ο χυτοσίδηρος αποτελεί την πρώτη ύλη για την παρασκευή του χάλυβα.
    ⮡  The country exports raw materials, mainly minerals, and imports manufactured products.
    Η χώρα εξάγει πρώτες ύλες, κυρίως μεταλλεύματα, και εισάγει βιομηχανικά προϊόντα.