ενικός         πληθυντικός  
rapacité rapacités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rapacité (fr) θηλυκό

  1. η αρπακτικότητα
  2. (μεταφορικά) η πλεονεξία

Συγγενικά

επεξεργασία